- δάγκαμα
- τοβλ. δάγκωμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
δάγκαμα — το βλ. δάγκωμα … Dictionary of Greek
δάγκωμα — και δάγκαμα και δάκαμα, το (Μ δάγκαμαν και δάγκωμα και δάκωμα) η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού δαγκάνω μσν. νεοελλ. το φαγητό νεοελλ. 1. (για έντομα) το τσίμπημα, το κέντρισμα 2. το να πιαστεί κάποιος σφιχτά, το μάγκωμα («το δάγκωμα τού ποντικού … Dictionary of Greek
δαγκωματιά — και δαγκαματιά και δαγκωματιά, η (Μ δακαματέ και δακαματέα) 1. το δάγκωμα 2. η ποσότητα στερεάς τροφής που μπορεί να αποκοπεί με ένα δάγκωμα, η μπουκιά νεοελλ. σημάδι στο δέρμα που προέρχεται από δάγκωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. δαγκωματιά < δάγκωμα και … Dictionary of Greek
κρυφοδάγκαμα — το, ατος κρυφό δάγκαμα σκυλιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)